- βεβηλοῖ
- βεβηλόωprofanepres ind mp 2nd sgβεβηλόωprofanepres opt act 3rd sgβεβηλόωprofanepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βέβηλοι — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОФАН — • Profānus, βέβηλος, α̉μύητος, мирянин, удерживаемый вдали от храма (fanum), непосвященный, особенно когда говорится об элевсинских мистериях; во времена принятия новопосвященных употреблялась, для удаления посторонних, такая формула … Реальный словарь классических древностей
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
LOTI et Uncti — dicebantur olim Chrsitiani per contumeliam, propter Baptismum et Catechumenos, qui eoleo tingebantur. Unde vox usitata, Iuliani Imp. orta temporibus et in templis per praeconem pronuntiari solita, Lotus procul absit et unctus: cuius ratio, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
Φαιδριάδες — Δυο απότομες πέτρες που υψώνονται στη νότια πλευρά του Παρνασσού, πάνω από την Κασταλία πηγή των Δελφών. * * * οι, ΝΑ (ενν. πέτρες) αρχαιολ. απότομοι βράχοι τής νότιας πλευράς τού Παρνασσού, πάνω από την Κασταλία, από τους οποίους… … Dictionary of Greek
εκάς — ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α) επίρρ. 1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι») 2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός 3. προ πολλού 4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ.… … Dictionary of Greek
βέβηλος — η, ο 1. ανίερος, ασεβής: Βέβηλοι κατέστρεψαν το παμπάλαιο τέμπλο του ναού. 2. μτφ., αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο προσβλητικό σε χώρους στους οποίους δεν ανήκει: Η λογοτεχνική βραδιά καταστράφηκε από μερικούς βέβηλους που θορυβούσαν συνεχώς.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγαρίζω — μαγάρισα, μαγαρίστηκα, μαγαρισμένος 1. λερώνω, βρομίζω, κοπρίζω: Μπήκε ο σκύλος στην κουζίνα και τη μαγάρισε. 2. μτφ., μολύνω, μιαίνω, βεβηλώνω: Οι βέβηλοι μαγάρισαν τον ιερό χώρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)